- Ἰακήν
- Ἰακόςthe Ionic formfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεχνητικός — ή, όν, Α [τεχνίτης] έντεχνος («Ὀροφέρνην εἰσαγαγεῑν τὴν Ἰακὴν καὶ τεχνητικὴν ἀσωτίαν», Πολ.) … Dictionary of Greek